Από την Οξέ της Ικαρίας, στην Τουρκία, στη Συρία, στην Αίγυπτο και τελικά στην Αιθιοπία, η Στέλλα Πασβάνη, θυμάται τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα ζει στην Κω, παντρεμένη με το λογοτέχνη, δημοσιογράφο και αντιστασιακό Μανώλη Φουρτούνη.
-Τι θυμόσαστε από εκείνα τα χρόνια;
-Υπήρχαν προβλήματα διατροφής, εμείς τα μικρά τρώγαμε μέχρι και κλιματσίδες, καθώς και κουκιά που έσπερναν οι μεγάλοι, αλλά η βασική αιτία φυγής για την οικογένεια ήταν ότι είχε στοχοποιηθεί ο πατέρας μου και από τους Ιταλούς και από τους Γερμανούς. Οι Ιταλοί που ήταν η δύναμη κατοχής στην Ικαρία, είχαν αντιληφθεί ότι κρύβαμε λάδi για μας για να μην μας το πάρουν αυτοί. Έτσι αποφασίσαμε να φύγουμε και από την οικογένεια φύγαμε εγώ οι αδελφές μου Πελαγία και Αντιγόνη και η μητέρα μου Μελαχρινή το γένος Καρρά. Ο πατέρας μου Χαράλαμπος και η αδελφή μου Λάμπρα έμειναν. Ο πατέρας κρύβονταν στο βουνό και την αδελφή μου τη φιλοξενούσαν συγγενείς. Το σπίτι μας το έκαψαν οι Γερμανοί. Στην Ικαρία δεν έκαψαν σπίτια με γενικές επιδρομές, αλλά επιλεκτικά όσων ήταν στοχοποιημένοι.
-Από πού φύγατε;
-Το χωριό μου είναι η Οξέ της Ικαρίας που δεν είναι παραθαλάσσιο. Ξεκινήσαμε να φύγουμε την άνοιξη του 1942 από μία παραλία που βρίσκεται μεταξύ της λουτρόπoλης των Θερμών και του Κεραμέ Αγίου Κηρύκου, με βαρκάρη τον Καμάνο που ήταν φίλος του πατέρα μου. Δεν γνωρίζω αν δώσαμε ναύλα, μπορεί λόγω της φιλίας να μην δώσαμε, αν δώσαμε θα ήταν τίποτα χρυσαφικά και όχι χρήματα. Ήταν και άλλες οικογένειες στο μπάρκο, που όμως δεν έγινε τη συμφωνημένα νύχτα γιατί ο βαρκάρης φοβήθηκε κάποιο ιταλικό περίπολο. Οι Ιταλοί έκαναν περιπολίες και στη στεριά και στη θάλασσα. Έτσι και εμείς και οι άλλοι μείναμε για μέρες κρυμμένοι στη σπηλιά που είχαμε πάει για να περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή. Αρκετοί δεν άντεξαν γιατί δεν είχαν και τις απαραίτητες προμήθειες σε τρόφιμα και έφυγαν, εμείς μείναμε.
-Περιγράψτε μας το ταξίδι και τα πρώτα βήματα στην Τουρκία.
-Θυμάμαι ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού η βάρκα έμπαζε νερά και εμείς τα μικρά τα βγάζαμε με κάτι τσουμπλέκια που είχαμε.
Φτάσαμε σε μία περιοχή της Τουρκίας που την έλεγαν Άσπρο Κάβο, ένα έρημο μέρος, όπου μας περίμενε μιλημένος ένας Τούρκος βοσκός (συνήθως αυτά γίνονταν επ’ αμοιβή, εκεί γινόταν διακίνηση χρήματος). Μας πήγε σταΑλάτσατα που ήταν κοντά στο σημείο αποβίβασης και από εκεί με αυτοκίνητα μας πήγαν στον Τσεσμέ, όπου μας έβαλαν να μείνουμε σε κάτι μεγάλες αποθήκες. Οι συνθήκες ήταν άσχημες, θέριζε ο τύφος και η δυσεντερία, τα τρόφιμα που μας μοίραζαν δεν ήταν καλά, θυμάμαι κάτι σάπιες σταφίδες και υπήρχαν δύο φέρετρα, ένα μεγάλο και ένα πιο μικρό με τα οποία έπαιρναν όσους πέθαιναν, ανάμεσά τους και πολλά μικρά παιδιά.
Εγώ αρρώστησα με οξείς ρευματισμούς και κινδύνευσα, με πήγαν στο νοσοκομείο όπου ένας νεαρός Τούρκος γιατρός ξενυχτούσε πάνω μου μέχρι να με γιατρέψει. Η συμπεριφορά των Τούρκων πολιτών και του γιατρού ήταν μία μεγάλη ανατροπή στη ζωή μου, γιατί μέχρι τότε θεωρούσα ότι όλοι οι Τούρκοι είναι εχθροί μας.
-Μετά την Τουρκία που πήγατε;
-Από τον Τσεσμέ μας πήγαν στη Συρία στο Χαλέπι, όπου μείναμε μήνες σε πιο ανθρώπινες συνθήκες και από εκεί στην Αίγυπτο στις Πηγές του Μωυσέως, όπου μείναμε σε προσφυγικό στρατόπεδο σε αντίσκηνα, είχαμε συσσίτιο, κλπ
Από εκεί μας είχαν σε λίστα για να μας πάνε στο Βελγικό Κονγκό και η μητέρα μου δεν ήθελε γιατί ακούγονταν ότι θέριζαν οι αρρώστιες. Έτσι κρύφτηκε με τη βοήθεια άλλων γυναικών από την Ικαρία και εμάς τα παιδιά μας πήγαν σε άλλες σκηνές. Έτσι γλιτώσαμε το Κονγκό και πήγαμε στην Αιθιοπία.
Μείναμε στη συνοικία Casa Popolare, που πριν έμεναν οι Ιταλοί πριν τους διώξουν οι Αιθίοπες, υπήρχε και προγενέστερη του πολέμου ελληνική παροικία, υπήρχαν και πολλοί Ικαριώτες πρόσφυγες και περάσαμε καλά.
Εκεί πήγα σχολείο στο δημοτικό, ενώ θυμάμαι ότι η μία μου αδελφή είχε στο γυμνάσιο τον Κουτσουφλάκη (παρατσούκλι Κάπελας) κυνηγημένο ήδη από τη δικτατορία του Μεταξά.
Με τους μαύρους είχαμε καλές σχέσεις, παίζαμε και με τα μαυράκια και εκεί έγινε άλλη μία ανατροπή στις αντιλήψεις μου, αφού διαπίστωσα πως οι μαύροι δεν τρώνε τα παιδιά, όπως μας έλεγαν για να μας φοβερίσουν πριν τον πόλεμο.
-Πώς έγινε η επιστροφή;
-Πριν ξεκινήσει η διαδικασία επιστροφής, ο Χαϊλέ Σελασιέ έκανε στους πρόσφυγες ένα μεγάλο τραπέζι αποχαιρετισμού στο οποίο συμμετείχαμε και εμείς και μας έδωσε, όπως σε όλους τους πρόσφυγες που επαναπατρίζοντας σακιά με καφέ και ρύζι. Τα φέραμε στην Ικαρία και χρησιμοποιούσαμε από αυτά για ανταλλαγές με άλλα είδη.
Από την Αιθιοπία, μας πήγαν με τρένο στο Τζιμπουτί, εκεί στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας από την αφόρητη ζέστη σημειώθηκαν θάνατοι προσφύγων και μας ανέβασαν στο βουνό Άρτα, που είχε λίγη δροσούλα και μείναμε εκεί περιμένοντας την επόμενη μετακίνησή μας.
Από εκεί μας πήγαν στη Αίγυπτο στο προσφυγικό στρατόπεδο El Shat, όπου μείναμε κάποιο διάστημα, πήγα και στο σχολείο που υπήρχε εκεί. Και τελικά φύγαμε από την Αίγυπτο λίγο μετά την τραγωδία των Καστελλοριζιών που είχαν φύγει πριν από εμάς με τοEmpire Patrol. Εμάς το καράβι μας άφησε στη Χίο και από εκεί γυρίσαμε με καΐκι στον Άγιο Κήρυκο της Ικαρίας, που όπως προανέφερα, το σπίτι μας ήταν καμμένο από τους Γερμανούς.
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος
Υ.Γ. οι σπηλιές της Ικαρίας στις οποίες κρύφτηκε η κ. Πασβάνη – Φουρτούνη και οι άλλοι πρόσφυγες ήταν γνωστές από χρόνια και αποτελούσαν κρησφύγετα κατοίκων του νησιού, τα χρόνια που το Αιγαίο δοκιμάζονταν από τη μάστιγα της πειρατείας. Η συγκεκριμένη περιοχή βρίσκεται κοντά στην παραλία της «Δαιμονόπετρας». Eπίσης στην περιοχή υπήρχαν και στοές από ανενεργά μεταλλεία από την εποχή της αρχαιότητας. Στο χάρτη τo χωριό και το σημείο διαφυγής βρίσκονται μέσα σε πράσινο κύκλο.
Η συνέντευξη είναι από προδημοσίευση υλικού από τη Β’ και εμπλουτισμένη έκδοση του βιβλίου «Αιγαιοπελαγίτες πρόσφυγες στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», Εκδόσεις «Νότιος Άνεμος», ISBN 978-960-9511-56-8.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου